- συνεκδέχομαι
- συν-εκ-δέχομαι, mit od. zugleich aufnehmen, auffassen, auch übertr., = begreifen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνεκδέχομαι — ΜΑ 1. αναλαμβάνω βάρος ή ευθύνη μαζί με κάποιον 2. ερμηνεύω, εξηγώ κάτι συσχετίζοντάς το με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδέχομαι «δέχομαι, αναλαμβάνω»] … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
συνεκδοχή — η, ΝΜΑ [συνεκδέχομαι] γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται: α) το ένα αντί τού συνόλου που αποτελείται από ομοειδή και αντιστρόφως β) το μέρος αντί τού όλου και αντιστρόφως γ) η ύλη αντί τού αντικειμένου που… … Dictionary of Greek